Anonymous

ἀβάκχευτος: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀβάκχευτος:''' -ον ([[βακχεύω]]), μη μυημένος στα Βακχικά όργια· γενικά, αυτός που στερείται την [[χαρά]], σε Ευρ.
|lsmtext='''ἀβάκχευτος:''' -ον ([[βακχεύω]]), μη μυημένος στα Βακχικά όργια· γενικά, αυτός που στερείται την [[χαρά]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀβάκχευτος:''' <b class="num">1)</b> неохваченный вакхическим исступлением ([[θίασος]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> непосвященный в вакхические таинства Eur., Luc.
}}
}}