Anonymous

ἀπρονόητος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπρονόητος:''' -ον (προνοέομαι)·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έγινε [[χωρίς]] [[προμελέτη]], [[αιφνίδιος]]· [[ἀκρασία]], σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που δεν προνοεί, [[απερίσκεπτος]], σε Ξεν.· επίρρ. <i>-τως</i>, στον ίδ.
|lsmtext='''ἀπρονόητος:''' -ον (προνοέομαι)·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έγινε [[χωρίς]] [[προμελέτη]], [[αιφνίδιος]]· [[ἀκρασία]], σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που δεν προνοεί, [[απερίσκεπτος]], σε Ξεν.· επίρρ. <i>-τως</i>, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπρονόητος:''' <b class="num">1)</b> лишенный прозорливости, непредусмотрительный, действующий необдуманно Xen., Polyb.;<br /><b class="num">2)</b> не заботящийся, не пекущийся (τῶν ἐπὶ γῆς πραγμάτων Luc.);<br /><b class="num">3)</b> непреднамеренный, невольный ([[ἀκρασία]] Arst.);<br /><b class="num">4)</b> неизученный, необследованный (τόποι Polyb.; ἀ. [[αἰτία]] καὶ [[ἄδηλος]] Plut.);<br /><b class="num">5)</b> не обеспеченный охраной ([[χώρα]] Polyb.);<br /><b class="num">6)</b> застигнутый врасплох (ἀ. [[ληφθῆναι]] Polyb.).
}}
}}