Anonymous

παιωνικός: Difference between revisions

From LSJ
3b
(30)
(3b)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[παιωνικός]], -ή, -όν (Α) [[παιών]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ιατρική [[τέχνη]], [[θεραπευτικός]]<br /><b>2.</b> (για μετρικό [[πόδα]]) αυτός που αποτελείται από παιώνες («παιωνικαὶ ῥυθμοποιίαι», <b>Πλούτ.</b>).
|mltxt=[[παιωνικός]], -ή, -όν (Α) [[παιών]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ιατρική [[τέχνη]], [[θεραπευτικός]]<br /><b>2.</b> (για μετρικό [[πόδα]]) αυτός που αποτελείται από παιώνες («παιωνικαὶ ῥυθμοποιίαι», <b>Πλούτ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''παιωνικός:''' пэанический ([[ῥυθμοποιΐα]] Plut.).
}}
}}