Anonymous

ἀναξιφόρμιγξ: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀναξιφόρμιγξ:''' -ιγγος, ὁ, ἡ, αυτός που άρχεται από τη [[φόρμιγγα]] ή τη [[λύρα]], σε Πίνδ.
|lsmtext='''ἀναξιφόρμιγξ:''' -ιγγος, ὁ, ἡ, αυτός που άρχεται από τη [[φόρμιγγα]] ή τη [[λύρα]], σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναξιφόρμιγξ:''' ιγγος adj. направляемый формингой, т. е. исполняемый в сопровождении форминги (ὕμνοι Pind.).
}}
}}