Anonymous

τίνω: Difference between revisions

From LSJ
2,399 bytes added ,  31 December 2018
4b
(6)
(4b)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τίνω:''' (με τους χρόνους σχημ. από το [[τίω]]) (<i>ῑ</i> Επικ., Αττ. <i>ῐ</i>)· μέλ. [[τίσω]] [ῑ], αόρ. <i>ἔτῑσα</i> — Μέσ., μέλ. <i>τίσομαι</i>, αόρ. <i>ἐτισάμην</i> — Παθ., αόρ. <i>ἐτίσθην</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> Ενεργ., [[πληρώνω]] [[τίμημα]] ως [[ανταπόδοση]], [[πληρώνω]] [[ποινή]] (ενώ ο ενεστ. [[τίω]] σημαίνει [[αποδίδω]] [[τιμή]], [[τιμώ]]), σε Όμηρ., Σοφ. κ.λπ.· επίσης, [[πληρώνω]] [[χρέος]], απαλλάσσομαι από [[υποχρέωση]], <i>τίσειν αἴσιμα πάντα</i>, σε Ομήρ. Οδ.· [[τίνω]] [[χάριν]] τινί, [[υποβάλλω]] σε κάποιον τις ευχαριστίες μου, σε Αισχύλ.· [[τίνω]] ἰατροῖς μισθόν, σε Ξεν.· επίσης, [[πληρώνω]] για [[κάτι]], [[ανταμείβω]], [[εὐαγγέλιον]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>τροφάς τινι</i>, σε Ευρ.· με γεν. του πράγμ. το οποίο [[κάποιος]] πληρώνει, [[τίνω]] ἀμοιβὴν [[βοῶν]] τινί, [[πληρώνω]] [[αποζημίωση]] για τα βόδια, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, [[τίνω]] πληγὴν ἀντὶ πληγῆς, σε Αισχύλ.· [[αλλά]] επίσης, με αιτ. του πράγμ. το οποίο [[κάποιος]] πληρώνει, όταν το [[τίμημα]] παραλείπεται, [[πληρώνω]], [[παρέχω]] [[εξιλέωση]] για κάποιο [[πράγμα]], <i>τίνειν ὕβριν</i>, σε Όμηρ.· [[τίνω]] μητρὸς δίκας, για τη [[μητέρα]] [[σου]], σε Ευρ.· σπανιώτερα με αιτ. προσ., <i>τίσεις γνωτὸν τὸν ἔπεφνες</i>, να δώσεις [[τιμωρία]], [[εξιλέωση]] για τον γιο μου που φονεύθηκε, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[ανταποδίδω]], σε Σόλωνα, Σοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> Μέσ., κάνω κάποιον να πληρώσει για [[κάτι]], εκδικούμαι κάποιον, [[τιμωρώ]], [[κολάζω]], [[παιδεύω]], Λατ. poenas sumere de [[aliquo]], με αιτ. προσ., σε Όμηρ., Τραγ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. του εγκλήματος, <i>τίσεσθαι Ἀλέξανδρον κακότητος</i>, να τον τιμωρήσεις για την [[κακία]] του, σε Όμηρ., Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> με αιτ. πράγμ., [[λαμβάνω]] [[εκδίκηση]] για κάποιο [[πράγμα]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">4.</b> με [[διπλή]] αιτ. προσ. και πράγμ., ἐτίσατο [[ἔργον]] ἀεικὲς ἀντίθεον Νηλῆα, ἔκανε το Νηλέα να πληρώσει για το [[κακό]] [[έργο]], τον τιμώρησε γι' αυτό, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, τίσασθαί τινα [[δίκην]], [[λαμβάνω]] [[εκδίκηση]] από κάποιο [[πρόσωπο]], σε Ευρ.<br /><b class="num">5.</b> απόλ., εκδικούμαι, [[λαμβάνω]] [[εκδίκηση]], σε Όμηρ.
|lsmtext='''τίνω:''' (με τους χρόνους σχημ. από το [[τίω]]) (<i>ῑ</i> Επικ., Αττ. <i>ῐ</i>)· μέλ. [[τίσω]] [ῑ], αόρ. <i>ἔτῑσα</i> — Μέσ., μέλ. <i>τίσομαι</i>, αόρ. <i>ἐτισάμην</i> — Παθ., αόρ. <i>ἐτίσθην</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> Ενεργ., [[πληρώνω]] [[τίμημα]] ως [[ανταπόδοση]], [[πληρώνω]] [[ποινή]] (ενώ ο ενεστ. [[τίω]] σημαίνει [[αποδίδω]] [[τιμή]], [[τιμώ]]), σε Όμηρ., Σοφ. κ.λπ.· επίσης, [[πληρώνω]] [[χρέος]], απαλλάσσομαι από [[υποχρέωση]], <i>τίσειν αἴσιμα πάντα</i>, σε Ομήρ. Οδ.· [[τίνω]] [[χάριν]] τινί, [[υποβάλλω]] σε κάποιον τις ευχαριστίες μου, σε Αισχύλ.· [[τίνω]] ἰατροῖς μισθόν, σε Ξεν.· επίσης, [[πληρώνω]] για [[κάτι]], [[ανταμείβω]], [[εὐαγγέλιον]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>τροφάς τινι</i>, σε Ευρ.· με γεν. του πράγμ. το οποίο [[κάποιος]] πληρώνει, [[τίνω]] ἀμοιβὴν [[βοῶν]] τινί, [[πληρώνω]] [[αποζημίωση]] για τα βόδια, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, [[τίνω]] πληγὴν ἀντὶ πληγῆς, σε Αισχύλ.· [[αλλά]] επίσης, με αιτ. του πράγμ. το οποίο [[κάποιος]] πληρώνει, όταν το [[τίμημα]] παραλείπεται, [[πληρώνω]], [[παρέχω]] [[εξιλέωση]] για κάποιο [[πράγμα]], <i>τίνειν ὕβριν</i>, σε Όμηρ.· [[τίνω]] μητρὸς δίκας, για τη [[μητέρα]] [[σου]], σε Ευρ.· σπανιώτερα με αιτ. προσ., <i>τίσεις γνωτὸν τὸν ἔπεφνες</i>, να δώσεις [[τιμωρία]], [[εξιλέωση]] για τον γιο μου που φονεύθηκε, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[ανταποδίδω]], σε Σόλωνα, Σοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> Μέσ., κάνω κάποιον να πληρώσει για [[κάτι]], εκδικούμαι κάποιον, [[τιμωρώ]], [[κολάζω]], [[παιδεύω]], Λατ. poenas sumere de [[aliquo]], με αιτ. προσ., σε Όμηρ., Τραγ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. του εγκλήματος, <i>τίσεσθαι Ἀλέξανδρον κακότητος</i>, να τον τιμωρήσεις για την [[κακία]] του, σε Όμηρ., Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> με αιτ. πράγμ., [[λαμβάνω]] [[εκδίκηση]] για κάποιο [[πράγμα]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">4.</b> με [[διπλή]] αιτ. προσ. και πράγμ., ἐτίσατο [[ἔργον]] ἀεικὲς ἀντίθεον Νηλῆα, ἔκανε το Νηλέα να πληρώσει για το [[κακό]] [[έργο]], τον τιμώρησε γι' αυτό, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, τίσασθαί τινα [[δίκην]], [[λαμβάνω]] [[εκδίκηση]] από κάποιο [[πρόσωπο]], σε Ευρ.<br /><b class="num">5.</b> απόλ., εκδικούμαι, [[λαμβάνω]] [[εκδίκηση]], σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''τίνω:''' (эп. ῑ, атт. ῐ) [[τίω]] (fut. [[τίσω]] с ῑ, aor. ἔτῑσα; pass.: aor. ἐτίσθην, pf. τέτισμαι)<br /><b class="num">1)</b> платить, уплачивать (μισθόν τινι Xen.; δασμόν τινι Soph.): τ. ἀμοιβήν τινός τινι Hom. возмещать кому-л. стоимость чего-л.; τίσασθαι πολυπλάσιά τινος Anth. получить взамен во много раз больше; τ. ἔκτισίν τινι Plat. уплачивать кому-л. возмещение убытков;<br /><b class="num">2)</b> отплачивать, воздавать, вознаграждать: [[ζωάγρια]] τ. τινί Hom. отблагодарить кого-л. за спасение жизни; ἃ [[δεῖ]] τῖσαί τινι Eur. воздать кому-л. должное; τ. τινὶ [[χάριν]] Aesch. отплачивать кому-л. за услугу;<br /><b class="num">3)</b> делать, оказывать: ὀλίγην [[χάριν]] τ. Anth. оказывать маленькую услугу;<br /><b class="num">4)</b> перен. платить, расплачиваться, искупать: τ. τί τινι и [[ἀντί]] τινος Aesch. искупать что-л. чем-л.; τ. λοιγόν τινος Hom. расплачиваться за чью-л. гибель; σῷ δ᾽ [[αὐτοῦ]] κράατι τίσεις Hom. ты поплатишься собственной головой;<br /><b class="num">5)</b> нести (наказание), подвергаться (каре): τ. τι Hom., Plat. и τ. [[δίκην]] τινός Eur., Plat. нести наказание за что-л.; τίσειν τὴν προσήκουσαν τιμωρίαν Plat. понести надлежащую кару; οὐκ ἴσην ἔτισεν Soph. он подвергся неравному наказанию, т. е. был непомерно жестоко наказан;<br /><b class="num">6)</b> med. наказывать, карать (τινά τινος Hom., Her., Soph. и τινά τι Hom., Eur.): τίσασθαί τινά τινι Aesch. покарать кого-л. чем-л.; τίσασθαί τινα [[ὑπέρ]] τινος Her. отомстить кому-л. за кого-л.
}}
}}