Anonymous

διαμελίζω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(9)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[διαμελίζω]])<br /><b>1.</b> [[διαχωρίζω]] τα [[μέλη]], [[κόβω]] σε κομμάτια, [[κατατεμαχίζω]]<br /><b>2.</b> [[κομματιάζω]] και [[διαμοιράζω]] τα κομμάτια με άλλους («μελίζεται καὶ διαμελίζεται ὁ ἀμνὸς τοῡ Θεοῡ»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>διά</i> <span style="color: red;">+</span> [[μελίζω]] «[[κόβω]] [[κάτι]] σε κομμάτια»].
|mltxt=(AM [[διαμελίζω]])<br /><b>1.</b> [[διαχωρίζω]] τα [[μέλη]], [[κόβω]] σε κομμάτια, [[κατατεμαχίζω]]<br /><b>2.</b> [[κομματιάζω]] και [[διαμοιράζω]] τα κομμάτια με άλλους («μελίζεται καὶ διαμελίζεται ὁ ἀμνὸς τοῡ Θεοῡ»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>διά</i> <span style="color: red;">+</span> [[μελίζω]] «[[κόβω]] [[κάτι]] σε κομμάτια»].
}}
{{elru
|elrutext='''διαμελίζω:''' разрывать на суставы, растерзывать (ταῖς χερσὶ ζῶντας Diod.; ζῷα διαμελιζόμενα Plut.).
}}
}}