Anonymous

μονόκαμπτος: Difference between revisions

From LSJ
3
(6_17)
(3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μονόκαμπτος''': -ον, ὁ εἰς ἓν μόνον [[μέρος]] καμπτόμενος, ἔχων μίαν μόνον κάμψιν, μονόκαμπτοι δὲ πάντες οἱ [[κάτω]] δάκτυλοι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 15, 7.
|lstext='''μονόκαμπτος''': -ον, ὁ εἰς ἓν μόνον [[μέρος]] καμπτόμενος, ἔχων μίαν μόνον κάμψιν, μονόκαμπτοι δὲ πάντες οἱ [[κάτω]] δάκτυλοι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 15, 7.
}}
{{elru
|elrutext='''μονόκαμπτος:''' с одним сгибом, с одним сочленением ([[δάκτυλος]] Arst.).
}}
}}