Anonymous

ἄπλευρος: Difference between revisions

From LSJ
1
(5)
(1)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄπλευρος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν έχει πλευρές<br /><b>αρχ.</b><br />(για ανθρώπους και ζώα) [[εκείνος]] που έχει στενό θώρακα.
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄπλευρος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν έχει πλευρές<br /><b>αρχ.</b><br />(για ανθρώπους και ζώα) [[εκείνος]] που έχει στενό θώρακα.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄπλευρος:''' <b class="num">1)</b> не имеющий ребер, т. е. узкий ([[στῆθος]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> узкогрудый Arst.
}}
}}