Anonymous

εὔπνοος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὔπνοος:''' -ον, συνηρ. εὔ-πνους, -ουν· Επικ. ἐΰ-πνοος ([[πνέω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που αναπνέει [[καλά]], αυτός που αποπνέει μια γλυκιά [[μυρωδιά]], αυτός που εκπέμπει [[ευωδία]], που ευωδιάζει, σε Μόσχ., Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που παρέχει ελεύθερη δίοδο στον αέρα, Λατ. [[perflabilis]], σε Ξεν.
|lsmtext='''εὔπνοος:''' -ον, συνηρ. εὔ-πνους, -ουν· Επικ. ἐΰ-πνοος ([[πνέω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που αναπνέει [[καλά]], αυτός που αποπνέει μια γλυκιά [[μυρωδιά]], αυτός που εκπέμπει [[ευωδία]], που ευωδιάζει, σε Μόσχ., Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που παρέχει ελεύθερη δίοδο στον αέρα, Λατ. [[perflabilis]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''εὔπνοος:''' стяж. εὔ-πνους 2<br /><b class="num">1)</b> дающий свободный проход дыханию (μυκτῆρες Xen.);<br /><b class="num">2)</b> открытый для чистого воздуха, хорошо проветриваемый ([[οἰκία]] Arst.) или хорошо обвеваемый (τὰ τῶν ὀρνίθων σώματα εὐπνούστατα Arst.);<br /><b class="num">3)</b> которым легко дышится, т. е. чистый ([[ἀήρ]] Plut.);<br /><b class="num">4)</b> благоуханный, душистый ([[ῥόδον]] Anth.).
}}
}}