Anonymous

κεροφόρος: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κεροφόρος:''' -ον ([[φέρω]]) = [[κερασφόρος]], αυτός που έχει κέρατα, σε Ευρ.
|lsmtext='''κεροφόρος:''' -ον ([[φέρω]]) = [[κερασφόρος]], αυτός που έχει κέρατα, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''κεροφόρος:''' носящий рога, рогатый ([[βόες]] Eur.).
}}
}}