Anonymous

παρέπομαι: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παρέπομαι:''' μέλ. <i>-έψομαι</i>, αποθ., [[ακολουθώ]] κατά [[μήκος]], [[ακολουθώ]] [[στενά]], με δοτ., σε Ξεν.· απόλ., σε Πλάτ.
|lsmtext='''παρέπομαι:''' μέλ. <i>-έψομαι</i>, αποθ., [[ακολουθώ]] κατά [[μήκος]], [[ακολουθώ]] [[στενά]], με δοτ., σε Ξεν.· απόλ., σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''παρέπομαι:''' <b class="num">1)</b> следовать, сопровождать (τινι Xen., Plat.);<br /><b class="num">2)</b> (внимательно) следить (π. τε καὶ συσκοπεῖν τὸν λόγον Plat.);<br /><b class="num">3)</b> следовать, проистекать (τὰ παρεπόμενα τῷ πολέμῳ κακά Polyb.): τὸ παρεπόμενον Arst. (логическое) следствие.
}}
}}