Anonymous

κατοικτείρω: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατοικτείρω:''' ή —ίρω, μέλ. <i>-ερῶ</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[τρέφω]] συμπόνοια ή [[έλεος]] για, <i>τινά</i>, σε Ηρόδ., Σοφ., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., [[αισθάνομαι]] ή [[δείχνω]] συμπόνοια, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''κατοικτείρω:''' ή —ίρω, μέλ. <i>-ερῶ</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[τρέφω]] συμπόνοια ή [[έλεος]] για, <i>τινά</i>, σε Ηρόδ., Σοφ., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., [[αισθάνομαι]] ή [[δείχνω]] συμπόνοια, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''κατοικτείρω:''' иметь сострадание, жалеть (τινά Her., Eur., Xen. etc.): κ. ἕδραν τινά Soph. быть тронутым каким-л. зрелищем; ἐσῆλθέ με κατοικτεῖραι Her. меня охватило чувство жалости.
}}
}}