Anonymous

ἀξιοσπούδαστος: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀξιοσπούδαστος:''' -ον (σπουδάζομαι), [[άξιος]] σπουδής ή επιμέλειας, σε Ξεν.
|lsmtext='''ἀξιοσπούδαστος:''' -ον (σπουδάζομαι), [[άξιος]] σπουδής ή επιμέλειας, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀξιοσπούδαστος:''' заслуживающий усердия, стоящий труда (ἄγῶνες τῶν ψυχῶν Xen.; ἀγαθά Plut.).
}}
}}