Anonymous

ἐπαγρυπνέω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπαγρυπνέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[αγρυπνώ]] και κρυφομελετώ, [[σκέπτομαι]] ανήσυχα, <i>τινί</i>, σε Πλούτ., Λουκ.
|lsmtext='''ἐπαγρυπνέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[αγρυπνώ]] και κρυφομελετώ, [[σκέπτομαι]] ανήσυχα, <i>τινί</i>, σε Πλούτ., Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπᾰγρυπνέω:''' <b class="num">1)</b> бодрствовать Luc., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> выжидать (ἐπηγρυπνηκὼς τῇ ἀπωλείᾳ τινός Diod.).
}}
}}