Anonymous

κόλλυβος: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κόλλῠβος:''' ὁ,<br /><b class="num">1.</b> μικρό [[κέρμα]], <i>κολλύβου</i> αντί λεπτού, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> στον πληθ., [[κόλλυβα]], <i>τά</i>, μικρά στρογγυλά πλακούντια, στον ίδ.
|lsmtext='''κόλλῠβος:''' ὁ,<br /><b class="num">1.</b> μικρό [[κέρμα]], <i>κολλύβου</i> αντί λεπτού, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> στον πληθ., [[κόλλυβα]], <i>τά</i>, μικρά στρογγυλά πλακούντια, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''κόλλῠβος:''' ὁ перен. (ломаный) грош, полушка (οὐδεὶς ἐπρίατ᾽ ἂν οὐδὲ κολλύβου Arph.).
}}
}}