Anonymous

εὐκίων: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐκίων:''' [ῑ], -ον, αυτός που έχει εύσχημους κίονες, σε Ευρ., Ανθ.
|lsmtext='''εὐκίων:''' [ῑ], -ον, αυτός που έχει εύσχημους κίονες, σε Ευρ., Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐκίων:''' 2, gen. ονος (ῑ) украшенный красивыми колоннами (αὐλαί Eur.; [[νηός]] Anth.).
}}
}}