Anonymous

ἐλευθεροστομέω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐλευθεροστομέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[στόμα]]), [[μιλώ]] ελεύθερα, με [[θάρρος]], με [[παρρησία]], σε Αισχύλ., Ευρ.
|lsmtext='''ἐλευθεροστομέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[στόμα]]), [[μιλώ]] ελεύθερα, με [[θάρρος]], με [[παρρησία]], σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐλευθεροστομέω:''' говорить непринужденно, быть откровенным Aesch., Eur.
}}
}}