Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μυωπία: Difference between revisions

From LSJ
3
(26)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (ΑΜ [[μυωπία]]) [[μύωψ]] (Ι)]<br />η [[ανικανότητα]] του ματιού να διακρίνει πρόσωπα ή αντικείμενα που βρίσκονται [[μακριά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> διανοητική [[καθυστέρηση]], [[βραδύνοια]].———————— <b>(II)</b><br />[[μυωπία]], ἡ (ΑΜ)<br />[[μυωξία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μῦς</i> «[[ποντικός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ωπ</i>-<i>ία</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>οπή</i>, με [[τροπή]] του -<i>ο</i>- σε -<i>ω</i>- λόγω της λειτουργίας του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (ΑΜ [[μυωπία]]) [[μύωψ]] (Ι)]<br />η [[ανικανότητα]] του ματιού να διακρίνει πρόσωπα ή αντικείμενα που βρίσκονται [[μακριά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> διανοητική [[καθυστέρηση]], [[βραδύνοια]].———————— <b>(II)</b><br />[[μυωπία]], ἡ (ΑΜ)<br />[[μυωξία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μῦς</i> «[[ποντικός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ωπ</i>-<i>ία</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>οπή</i>, με [[τροπή]] του -<i>ο</i>- σε -<i>ω</i>- λόγω της λειτουργίας του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].
}}
{{elru
|elrutext='''μυωπία:''' ἡ мышиная нора Arst.
}}
}}