Anonymous

καινοποιέω: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καινοποιέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, κάνω καινούριο, [[εισάγω]] καινούρια πράγματα, [[φέρνω]] αλλαγές, [[νεωτερίζω]], [[καινοτομώ]], σε Λουκ. — Παθ., <i>τί καινοποιηθὲν λέγεις;</i> τί καινούριες, παράδοξες λέξεις μεταχειρίζεσαι; σε Σοφ.
|lsmtext='''καινοποιέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, κάνω καινούριο, [[εισάγω]] καινούρια πράγματα, [[φέρνω]] αλλαγές, [[νεωτερίζω]], [[καινοτομώ]], σε Λουκ. — Παθ., <i>τί καινοποιηθὲν λέγεις;</i> τί καινούριες, παράδοξες λέξεις μεταχειρίζεσαι; σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''καινοποιέω:''' <b class="num">1)</b> обновлять, возобновлять (πόλεμον Polyb.; ἀναλαμβάνειν καὶ κ. Plut.);<br /><b class="num">2)</b> воскрешать (ἐλπίδας Polyb.);<br /><b class="num">3)</b> воскрешать в памяти, вспоминать (τὰ ἁμαρτήματά τινος Polyb.);<br /><b class="num">4)</b> создавать новое, впервые производить ([[πολλά]] Polyb.): τί καινοποιηθὲν λέγεις; Soph. что, говоришь ты, стряслось нового?
}}
}}