Anonymous

προσπασσαλεύω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσπᾰσσαλεύω:''' Αττ. προσ-παττ-, μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[καρφώνω]] [[σταθερά]] σ' ένα [[σημείο]], <i>τινά τινι</i>, σε Αισχύλ.· [[πρός]] τι, σε Αριστοφ.· αντιστρόφως, <i>[[σανίδα]] προσπασσαλεύσαντες</i> (ενν. [[αὐτῷ]]), σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[καρφώνω]] ή [[κρεμώ]] πάνω σε πάσσαλο, <i>τὸν τρίποδα</i>, στον ίδ.
|lsmtext='''προσπᾰσσαλεύω:''' Αττ. προσ-παττ-, μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[καρφώνω]] [[σταθερά]] σ' ένα [[σημείο]], <i>τινά τινι</i>, σε Αισχύλ.· [[πρός]] τι, σε Αριστοφ.· αντιστρόφως, <i>[[σανίδα]] προσπασσαλεύσαντες</i> (ενν. [[αὐτῷ]]), σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[καρφώνω]] ή [[κρεμώ]] πάνω σε πάσσαλο, <i>τὸν τρίποδα</i>, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''προσπασσᾰλεύω:''' атт. [[προσπατταλεύω|προσπαττᾰλεύω]]<br /><b class="num">1)</b> приколачивать, пригвождать (τινὰ τῷ πάγῳ Aesch.; τι πρὸς τὸ μέτωπόν τινι [[ὥσπερ]] κοτίνῳ Arph.; τινὰ ἐπὶ πέτρας Luc.);<br /><b class="num">2)</b> вешать на гвоздь (τὸν τρίποδα Her.).
}}
}}