Anonymous

πολύφλοισβος: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολύφλοισβος:''' -ον, αυτός που παφλάζει με [[δύναμη]], ηχεί [[δυνατά]], [[θάλασσα]], σε Όμηρ. κ.λπ.
|lsmtext='''πολύφλοισβος:''' -ον, αυτός που παφλάζει με [[δύναμη]], ηχεί [[δυνατά]], [[θάλασσα]], σε Όμηρ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''πολύφλοισβος:''' многошумный, ревущий, бушующий ([[θάλασσα]] Hom., Hes., Plut.).
}}
}}