Anonymous

φλογμός: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φλογμός:''' ὁ ([[φλέγω]]), [[φλόγα]], [[λάμψη]], όπως της αστραπής, σε Ευρ.· <i>φλογερὴ [[θερμότητα]]</i>, σε Αισχύλ.· [[πυρετώδης]] [[θερμότητα]], σε Λουκ.
|lsmtext='''φλογμός:''' ὁ ([[φλέγω]]), [[φλόγα]], [[λάμψη]], όπως της αστραπής, σε Ευρ.· <i>φλογερὴ [[θερμότητα]]</i>, σε Αισχύλ.· [[πυρετώδης]] [[θερμότητα]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''φλογμός:''' ὁ<b class="num">1)</b> пламя, жар: φ. ὀμματοστερὴς φυτῶν Aesch. ослепительный (солнечный) жар, выжигающий растения; φ. [[Διός]] Eur. пламя Зевса, т. е. молния;<br /><b class="num">2)</b> горящая лава Arst.;<br /><b class="num">3)</b> жар, лихорадка: τὸν φλογμὸν οὐ φέρειν Luc. метаться в жару.
}}
}}