σιδηροκμής: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σῐδηροκμής:''' -ῆτος, ὁ, ἡ ([[κάμνω]]), δολοφονημένος, σφαγμένος από [[σίδερο]], δηλ. από [[σπαθί]], χρησιμ. με τη [[συνοδεία]] της δοτ. ουδ. <i>βοτοῖς</i>, σε Σοφ.
|lsmtext='''σῐδηροκμής:''' -ῆτος, ὁ, ἡ ([[κάμνω]]), δολοφονημένος, σφαγμένος από [[σίδερο]], δηλ. από [[σπαθί]], χρησιμ. με τη [[συνοδεία]] της δοτ. ουδ. <i>βοτοῖς</i>, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''σῐδηροκμής:''' ῆτος adj. сраженный железом, зарезанный (βοτά Soph.).
}}
}}