3,274,816
edits
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σῐδηροκμής:''' -ῆτος, ὁ, ἡ ([[κάμνω]]), δολοφονημένος, σφαγμένος από [[σίδερο]], δηλ. από [[σπαθί]], χρησιμ. με τη [[συνοδεία]] της δοτ. ουδ. <i>βοτοῖς</i>, σε Σοφ. | |lsmtext='''σῐδηροκμής:''' -ῆτος, ὁ, ἡ ([[κάμνω]]), δολοφονημένος, σφαγμένος από [[σίδερο]], δηλ. από [[σπαθί]], χρησιμ. με τη [[συνοδεία]] της δοτ. ουδ. <i>βοτοῖς</i>, σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σῐδηροκμής:''' ῆτος adj. сраженный железом, зарезанный (βοτά Soph.). | |||
}} | }} |