3,273,446
edits
(10) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[δυσθεώρητος]], -ον)<br />[[εκείνος]], τον οποίο δύσκολα μπορεί να δει [[κανείς]] σε όλη του την [[έκταση]] («χαῑρε [[βάθος]] δυσθεώρητον», Ακάθιστος Ύμνος)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δύσκολα ελέγχεται ή διορθώνεται («δυσθεώρητα χειρόγραφα», «δυσθεώρητοι λογαριασμοί»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[δυσνόητος]]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[δυσθεώρητος]], -ον)<br />[[εκείνος]], τον οποίο δύσκολα μπορεί να δει [[κανείς]] σε όλη του την [[έκταση]] («χαῑρε [[βάθος]] δυσθεώρητον», Ακάθιστος Ύμνος)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δύσκολα ελέγχεται ή διορθώνεται («δυσθεώρητα χειρόγραφα», «δυσθεώρητοι λογαριασμοί»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[δυσνόητος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δυσθεώρητος:''' с трудом поддающийся рассмотрению, трудный для изучения или выяснения (ἡ τοῦ αἵματος [[φύσις]] Arst.; ἡ ἑκάστου [[προαίρεσις]] Polyb.; [[αἰτία]] Plut.). | |||
}} | }} |