Anonymous

ἄβυσσος: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄβυσσος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που δεν έχει [[τέλος]], δεν έχει [[τέρμα]], [[απύθμενος]], [[ανεξερεύνητος]], σε Ηρόδ.· γενικά, [[αμέτρητος]], [[αχανής]], [[απέραντος]], [[άπειρος]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> ἡ [[ἄβυσσος]], το μεγάλο [[χάσμα]], η [[άβυσσος]], ο [[απύθμενος]] [[λάκκος]], σε Καινή Διαθήκη (για τη [[ρίζα]] βλ. [[βαθύς]]).
|lsmtext='''ἄβυσσος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που δεν έχει [[τέλος]], δεν έχει [[τέρμα]], [[απύθμενος]], [[ανεξερεύνητος]], σε Ηρόδ.· γενικά, [[αμέτρητος]], [[αχανής]], [[απέραντος]], [[άπειρος]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> ἡ [[ἄβυσσος]], το μεγάλο [[χάσμα]], η [[άβυσσος]], ο [[απύθμενος]] [[λάκκος]], σε Καινή Διαθήκη (για τη [[ρίζα]] βλ. [[βαθύς]]).
}}
{{elru
|elrutext='''ἄβυσσος:''' <b class="num">I</b><br /><b class="num">1)</b> бездонный ([[πέλαγος]] Aesch.; Νείλου πηγαί Her.; [[λίμνη]] Arph.; Ταρτάρου χάσματα Eur.);<br /><b class="num">2)</b> безмерный, бесчисленный, несметный ([[πλοῦτος]] Aesch.; [[ἀργύριον]] Arph.);<br /><b class="num">3)</b> непостижимый, неисповедимый ([[ὄψις]], sc. [[Διός]] Aesch.; πράγματα Luc.).<br /><b class="num">II</b> ἡ бездна NT.
}}
}}