Anonymous

ἀνειλέω: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνειλέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[περικλείω]], [[περιτυλίγω]] μαζί — Παθ., συναθροίζομαι ή [[συνωστίζομαι]], σε Θουκ.
|lsmtext='''ἀνειλέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[περικλείω]], [[περιτυλίγω]] μαζί — Παθ., συναθροίζομαι ή [[συνωστίζομαι]], σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνειλέω:''' и [[ἀνείλλω]]<br /><b class="num">1)</b> оттеснять, pass. быть оттесняемым, запираемым (ἀνειληθέντες ἔς τι [[χωρίον]] Thuc.): αἱ μέλιτται ἀνειλοῦνται Arst. пчелы сбиваются в кучу, т. е. роятся;<br /><b class="num">2)</b> сгущаться, становиться густым (ἡ φωνὴ ἀνειλεῖται Arst.);<br /><b class="num">3)</b> развертывать ([[γραμματίδιον]] Plut.): ἡ τοῦ λόγου [[διέξοδος]] ἀνειλλομένη Plat. развитие повествования, ход рассказа.
}}
}}