3,277,700
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπερχαίρω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[χαίρομαι]], [[αγαλλιάζω]] υπερβολικά για [[κάτι]], με δοτ., σε Ευρ.· με μτχ., μανθάνων [[ὑπερχαίρω]], σε Ξεν. | |lsmtext='''ὑπερχαίρω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[χαίρομαι]], [[αγαλλιάζω]] υπερβολικά για [[κάτι]], με δοτ., σε Ευρ.· με μτχ., μανθάνων [[ὑπερχαίρω]], σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπερχαίρω:''' чрезвычайно радоваться (δώροις Eur.; ἐπὶ τοῖς γάμοις τινός Plut.): ἱππεύειν μανθάνων ὑπερέχαιρεν Xen. он был чрезвычайно рад тому, что научился ездить верхом. | |||
}} | }} |