Anonymous

ὑπερχαίρω: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπερχαίρω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[χαίρομαι]], [[αγαλλιάζω]] υπερβολικά για [[κάτι]], με δοτ., σε Ευρ.· με μτχ., μανθάνων [[ὑπερχαίρω]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ὑπερχαίρω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[χαίρομαι]], [[αγαλλιάζω]] υπερβολικά για [[κάτι]], με δοτ., σε Ευρ.· με μτχ., μανθάνων [[ὑπερχαίρω]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπερχαίρω:''' чрезвычайно радоваться (δώροις Eur.; ἐπὶ τοῖς γάμοις τινός Plut.): ἱππεύειν μανθάνων ὑπερέχαιρεν Xen. он был чрезвычайно рад тому, что научился ездить верхом.
}}
}}