Anonymous

διαμπερές: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαμπερές:''' (ἀμ-[[πείρω]]=ἀνα-[[πείρω]]), επίρρ.:<br /><b class="num">I. 1.</b> λέγεται για [[τόπο]], πέρα ως πέρα, εντελώς δια μέσου, [[ολωσδιόλου]] [[ανάμεσα]], με γεν., σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.· με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> απόλ., αδιάλειπτα, συνεχόμενα, επανειλημμένα, σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για χρόνο, από την [[αρχή]] ως το [[τέλος]], αιωνίως, στον ίδ.· <i>διαμπερὲς ἀιεί</i>, [[πάντοτε]], αιωνίως, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''διαμπερές:''' (ἀμ-[[πείρω]]=ἀνα-[[πείρω]]), επίρρ.:<br /><b class="num">I. 1.</b> λέγεται για [[τόπο]], πέρα ως πέρα, εντελώς δια μέσου, [[ολωσδιόλου]] [[ανάμεσα]], με γεν., σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.· με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> απόλ., αδιάλειπτα, συνεχόμενα, επανειλημμένα, σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για χρόνο, από την [[αρχή]] ως το [[τέλος]], αιωνίως, στον ίδ.· <i>διαμπερὲς ἀιεί</i>, [[πάντοτε]], αιωνίως, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''διαμπερές:''' <b class="num">I</b> adv.<br /><b class="num">1)</b> (на)сквозь, навылет (τοξευθεὶς δ. εἰς τὴν κεφαλήν Xen.; δ. ἐληλάσθαι διά τι Plat.);<br /><b class="num">2)</b> сплошь, вплотную (σταυροὺς ἐλαύνειν Hom.);<br /><b class="num">3)</b> непрерывно, постоянно (ἔργα τιθέναι Hom.; θάλλειν ἀγαθοῖσι Hes.): ἤματα πάντα δ. Hom. во все дни, (на)всегда.<br /><b class="num">II</b> в знач. praep. [[cum]] gen. и acc. через, навылет (ἀσπίδος и στέρνων Soph.; [[βλῆσθαι]] κενεῶνα δ. Hom.; δ. [[οὖς]] Aesch.).
}}
}}