3,277,218
edits
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διαμπερές:''' (ἀμ-[[πείρω]]=ἀνα-[[πείρω]]), επίρρ.:<br /><b class="num">I. 1.</b> λέγεται για [[τόπο]], πέρα ως πέρα, εντελώς δια μέσου, [[ολωσδιόλου]] [[ανάμεσα]], με γεν., σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.· με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> απόλ., αδιάλειπτα, συνεχόμενα, επανειλημμένα, σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για χρόνο, από την [[αρχή]] ως το [[τέλος]], αιωνίως, στον ίδ.· <i>διαμπερὲς ἀιεί</i>, [[πάντοτε]], αιωνίως, σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''διαμπερές:''' (ἀμ-[[πείρω]]=ἀνα-[[πείρω]]), επίρρ.:<br /><b class="num">I. 1.</b> λέγεται για [[τόπο]], πέρα ως πέρα, εντελώς δια μέσου, [[ολωσδιόλου]] [[ανάμεσα]], με γεν., σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.· με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> απόλ., αδιάλειπτα, συνεχόμενα, επανειλημμένα, σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για χρόνο, από την [[αρχή]] ως το [[τέλος]], αιωνίως, στον ίδ.· <i>διαμπερὲς ἀιεί</i>, [[πάντοτε]], αιωνίως, σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διαμπερές:''' <b class="num">I</b> adv.<br /><b class="num">1)</b> (на)сквозь, навылет (τοξευθεὶς δ. εἰς τὴν κεφαλήν Xen.; δ. ἐληλάσθαι διά τι Plat.);<br /><b class="num">2)</b> сплошь, вплотную (σταυροὺς ἐλαύνειν Hom.);<br /><b class="num">3)</b> непрерывно, постоянно (ἔργα τιθέναι Hom.; θάλλειν ἀγαθοῖσι Hes.): ἤματα πάντα δ. Hom. во все дни, (на)всегда.<br /><b class="num">II</b> в знач. praep. [[cum]] gen. и acc. через, навылет (ἀσπίδος и στέρνων Soph.; [[βλῆσθαι]] κενεῶνα δ. Hom.; δ. [[οὖς]] Aesch.). | |||
}} | }} |