Anonymous

δερμάτινος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δερμάτινος:''' -η, -ον ([[δέρμα]]), αυτός που είναι φτιαγμένος από [[δέρμα]], «[[πέτσινος]]», [[βύρσινος]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.
|lsmtext='''δερμάτινος:''' -η, -ον ([[δέρμα]]), αυτός που είναι φτιαγμένος από [[δέρμα]], «[[πέτσινος]]», [[βύρσινος]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''δερμάτινος:''' (ᾰ)<br /><b class="num">1)</b> кожаный (τροποί Hom.; [[ἀσπίς]] Her.);<br /><b class="num">2)</b> меховой ([[σισύρα]] Plat.);<br /><b class="num">3)</b> кожистый ([[ὑμήν]] Arst.).
}}
}}