Anonymous

καταπάλλομαι: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταπάλλομαι:''' Παθ., [[πηδώ]] (στηριζόμενος στα χέρια) ή [[πηδώ]] προς τα [[κάτω]], οὐρανοῦ ἒκ [[κατέπαλτο]] (Επικ. συγκοπτ. αόρ. βʹ αντί <i>κατεπάλετο</i>), σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''καταπάλλομαι:''' Παθ., [[πηδώ]] (στηριζόμενος στα χέρια) ή [[πηδώ]] προς τα [[κάτω]], οὐρανοῦ ἒκ [[κατέπαλτο]] (Επικ. συγκοπτ. αόρ. βʹ αντί <i>κατεπάλετο</i>), σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''καταπάλλομαι:''' устремляться вниз, слетать (ἐξ οὐρανοῦ Hom.): πέτρης ἐκ δισσῆς καταπάλμενον [[ὕδωρ]] Anth. вода, низвергающаяся с двувершинной скалы (т. е. Парнасса). - см. тж. [[κατεφάλλομαι]], к которому формы [[καταπάλλομαι]] служат v. l.
}}
}}