Anonymous

ἐπικαμπύλος: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 15: Line 15:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπικαμπύλος:''' [ῠ], -ον, [[καμπυλωτός]], λυγισμένος, σε Ομηρ. Ύμν.
|lsmtext='''ἐπικαμπύλος:''' [ῠ], -ον, [[καμπυλωτός]], λυγισμένος, σε Ομηρ. Ύμν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπικαμπύλος:''' (ῠ) согнутый, искривленный ([[κᾶλα]] Hes. - v. l. ἔπι καμπύλα): [[γέρων]] ἐ. ὤμους HH согбенный старик.
}}
}}