Anonymous

εὐλαβητικός: Difference between revisions

From LSJ
2b
(15)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[εὐλαβητικός]], -ή, -όν) [[ευλαβής]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[ευλαβικός]], [[ευσεβής]] («για μια ευλαβητικότατη [[κυρία]], [[οπού]] [[αύριο]] θα κάμει [[αρτοπλασία]]», Λασκαρ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[προσεκτικός]], [[προφυλακτικός]], [[προνοητικός]] («ἕξιν εὐλαβητικὴν τῆς ἐν τοῑς συμβαλλομένοις ἀδικίας», <b>Στοβ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευλαβητικώς</i> και -<i>ά</i><br />με [[ευλάβεια]].
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[εὐλαβητικός]], -ή, -όν) [[ευλαβής]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[ευλαβικός]], [[ευσεβής]] («για μια ευλαβητικότατη [[κυρία]], [[οπού]] [[αύριο]] θα κάμει [[αρτοπλασία]]», Λασκαρ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[προσεκτικός]], [[προφυλακτικός]], [[προνοητικός]] («ἕξιν εὐλαβητικὴν τῆς ἐν τοῑς συμβαλλομένοις ἀδικίας», <b>Στοβ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευλαβητικώς</i> και -<i>ά</i><br />με [[ευλάβεια]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐλᾰβητικός:''' осторожный, осмотрительный Plat.
}}
}}