Anonymous

διαπήγνυμι: Difference between revisions

From LSJ
1b
(4)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαπήγνυμι:''' μέλ. <i>-πήξω</i>, [[μπήγω]], [[σταθεροποιώ]], [[καρφώνω]] — Μέσ., <i>δ. σχεδίας</i>, τις [[στερεώνω]] μαζί, σε Λουκ.
|lsmtext='''διαπήγνυμι:''' μέλ. <i>-πήξω</i>, [[μπήγω]], [[σταθεροποιώ]], [[καρφώνω]] — Μέσ., <i>δ. σχεδίας</i>, τις [[στερεώνω]] μαζί, σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''διαπήγνῡμι:''' <b class="num">1)</b> застывать, замерзать ([[στέαρ]] διαπεπηγὸς διὰ τὸν χειμῶνα Arst.);<br /><b class="num">2)</b> med. сколачивать, скреплять (σχεδίας διαπηξάμενος Luc. - v. l. πηξάμενος).
}}
}}