Anonymous

ὁμότροφος: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὁμότροφος:''' -ον ([[τρέφω]]),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που μεγάλωσε ή ανατράφηκε μαζί με κάποιον [[άλλο]], με δοτ., σε Ομηρ. Ύμν.· <i>ὁμότροφα τοῖσι ἀνθρώποισι θηρία</i>, λέγεται για κατοικίδια ζώα, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., <i>ὁμότροφα [[πεδία]]</i>, πεδιάδες όπου βόσκουμε [[παρέα]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ὁμότροφος:''' -ον ([[τρέφω]]),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που μεγάλωσε ή ανατράφηκε μαζί με κάποιον [[άλλο]], με δοτ., σε Ομηρ. Ύμν.· <i>ὁμότροφα τοῖσι ἀνθρώποισι θηρία</i>, λέγεται για κατοικίδια ζώα, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., <i>ὁμότροφα [[πεδία]]</i>, πεδιάδες όπου βόσκουμε [[παρέα]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὁμότροφος:''' <b class="num">1)</b> вместе воспитанный, вместе выросший ([[Ἄρτεμις]] ὁ. Ἀπόλλωνι и Ἀπόλλωνος HH): ὁμότροφα τοῖσι ἀνθρώποισι θηρία Her. домашние животные (у) людей;<br /><b class="num">2)</b> имеющий те же привычки, ведущий такой же образ жизни Plut.;<br /><b class="num">3)</b> (v. l. ὁμοτρόφος) равно всех питающий (πεδία Arph.).
}}
}}