Anonymous

συνθήκη: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνθήκη:''' ἡ ([[συντίθημι]]),<br /><b class="num">I.</b> [[σύνθεση]], [[συνδυασμός]], λέγεται για λέξεις και προτάσεις, σε Λουκ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[συμφωνία]] που προκύπτει από αμοιβαία [[συναίνεση]], [[συνθήκη]], [[σύμβαση]], [[σύμφωνο]], σε Πλάτ., Αριστ.· <i>ἐκ συνθήκης</i>, Λατ. ex [[composito]], σύμφωνα με τη [[συνθήκη]], με αμοιβαία [[συμφωνία]], σε Πλάτ.· <i>κατὰ συνθήκην</i>, με αμοιβαία [[συναίνεση]], συμβατικά, σε Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> [[άρθρο]], όρος συμφωνίας ή συνθήκης, σε Θουκ.· κατά κανόνα στον πληθ., άρθρα, όροι μιας συμφωνίας και, περιληπτικά, [[συμφωνία]], [[σύμβαση]], [[σύμφωνο]], [[συμβόλαιο]], [[συνθήκη]], σε Ηρόδ., Αττ.· <i>συνθήκας ποιέσθαί τινι</i>, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· ἐκ [[τῶν]] συνθηκῶν, σύμφωνα με όσα απορρέουν από τις συνθήκες, σε Ισοκρ.· κατὰ [[τὰς]] συνθήκας, σε Θουκ.
|lsmtext='''συνθήκη:''' ἡ ([[συντίθημι]]),<br /><b class="num">I.</b> [[σύνθεση]], [[συνδυασμός]], λέγεται για λέξεις και προτάσεις, σε Λουκ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[συμφωνία]] που προκύπτει από αμοιβαία [[συναίνεση]], [[συνθήκη]], [[σύμβαση]], [[σύμφωνο]], σε Πλάτ., Αριστ.· <i>ἐκ συνθήκης</i>, Λατ. ex [[composito]], σύμφωνα με τη [[συνθήκη]], με αμοιβαία [[συμφωνία]], σε Πλάτ.· <i>κατὰ συνθήκην</i>, με αμοιβαία [[συναίνεση]], συμβατικά, σε Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> [[άρθρο]], όρος συμφωνίας ή συνθήκης, σε Θουκ.· κατά κανόνα στον πληθ., άρθρα, όροι μιας συμφωνίας και, περιληπτικά, [[συμφωνία]], [[σύμβαση]], [[σύμφωνο]], [[συμβόλαιο]], [[συνθήκη]], σε Ηρόδ., Αττ.· <i>συνθήκας ποιέσθαί τινι</i>, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· ἐκ [[τῶν]] συνθηκῶν, σύμφωνα με όσα απορρέουν από τις συνθήκες, σε Ισοκρ.· κατὰ [[τὰς]] συνθήκας, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''συνθήκη:''' ἡ<b class="num">1)</b> сочетание, связывание (τῶν ὀνομάτων Luc.);<br /><b class="num">2)</b> тж. pl. условие, соглашение, договор: ἐκ συνθήκης Plat. и διὰ συνθήκης Arst. в соответствии с договором; συνθήκῃ и κατὰ συνθήκην Arst. по договору; παρὰ τὰς συνθήκας Plat. вопреки договору.
}}
}}