Anonymous

δαπανηρός: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δᾰπᾰνηρός:''' -ά, -όν ([[δαπανάω]]),<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για πρόσ., [[σπάταλος]], [[πολυδάπανος]], σε Πλάτ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, [[ακριβός]], με υψηλή [[τιμή]], [[πολυτελής]], [[πολυέξοδος]], σε Δημ., Αριστ.· επίρρ. <i>-ρῶς</i>, σε Ξεν.
|lsmtext='''δᾰπᾰνηρός:''' -ά, -όν ([[δαπανάω]]),<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για πρόσ., [[σπάταλος]], [[πολυδάπανος]], σε Πλάτ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, [[ακριβός]], με υψηλή [[τιμή]], [[πολυτελής]], [[πολυέξοδος]], σε Δημ., Αριστ.· επίρρ. <i>-ρῶς</i>, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''δᾰπᾰνηρός:''' 3<br /><b class="num">1)</b> требующий больших затрат, дорого стоящий, разорительный ([[πόλεμος]] Dem.; πράξεις, λειτουργίαι Arst.);<br /><b class="num">2)</b> любящий тратить, расточительный Xen., Plat., Arst., Dem.
}}
}}