Anonymous

ἀελπτέω: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀελπτέω:''' ([[ἄελπτος]]), δεν έχω [[ελπίδα]]· μόνο στη μτχ., ἀελπτέοντες σόον [[εἶναι]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἀελπτέοντες τοὺς Ἕλληνας ὑπερβαλέεσθαι</i>, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἀελπτέω:''' ([[ἄελπτος]]), δεν έχω [[ελπίδα]]· μόνο στη μτχ., ἀελπτέοντες σόον [[εἶναι]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἀελπτέοντες τοὺς Ἕλληνας ὑπερβαλέεσθαι</i>, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀελπτέω:''' (только part. praes.) отчаяться, утратить надежду: ἀελπτέοντες σόον εἶναι Hom. не ожидавшие, что он невредим; ἀελπτέοντες τοὺς Ἓλληνας ὑπερβαλέεσθαι Her. не рассчитывая на то, что греки одолеют.
}}
}}