Anonymous

ἄθλιος: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄθλιος:''' -α, -ον και -ος, -ον, Αττ. συνηρ. από το Επικ. [[ἀέθλιος]] ([[ἄεθλον]], [[ἆθλον]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που κερδίζει το [[βραβείο]] (αυτή η [[σημασία]] μόνο σε Επικ. τύπο [[ἀέθλιος]]).<br /><b class="num">II. 1.</b> μεταφ., ταλαιπωρημένος, [[δυστυχής]], [[ελεεινός]] (αυτή η [[σημασία]] μόνο σε Αττ. τύπο [[ἄθλιος]]), λέγεται για πρόσωπα, σε Αισχύλ. κ.λπ.· συγκρ. <i>-ιώτερος</i>, σε Σοφ.· υπερθ. <i>-ιώτατος</i>, σε Ευρ.· επίσης λέγεται για εκδηλώσεις, καταστάσεις του βίου, της ζωής· <i>γάμοι</i>, [[βίος]], [[τύχη]], σε Τραγ.· επίρρ. <i>-ίως</i>, ελεεινά, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> με [[ηθική]] [[σημασία]], [[άξιος]] οίκτου, [[δυστυχής]], σε Δημ.<br /><b class="num">3.</b> [[χωρίς]] καμία [[ηθική]] [[σημασία]], [[άθλιος]], [[ελεεινός]], [[φαύλος]]· <i>θηρσὶν ἀθλίαβορά</i>, σε Ευρ.· επίρρ. [[ἀθλίως]] καὶ [[κακῶς]], [[κακά]] και άθλια, με θλιβερή [[έκβαση]], σε Δημ.
|lsmtext='''ἄθλιος:''' -α, -ον και -ος, -ον, Αττ. συνηρ. από το Επικ. [[ἀέθλιος]] ([[ἄεθλον]], [[ἆθλον]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που κερδίζει το [[βραβείο]] (αυτή η [[σημασία]] μόνο σε Επικ. τύπο [[ἀέθλιος]]).<br /><b class="num">II. 1.</b> μεταφ., ταλαιπωρημένος, [[δυστυχής]], [[ελεεινός]] (αυτή η [[σημασία]] μόνο σε Αττ. τύπο [[ἄθλιος]]), λέγεται για πρόσωπα, σε Αισχύλ. κ.λπ.· συγκρ. <i>-ιώτερος</i>, σε Σοφ.· υπερθ. <i>-ιώτατος</i>, σε Ευρ.· επίσης λέγεται για εκδηλώσεις, καταστάσεις του βίου, της ζωής· <i>γάμοι</i>, [[βίος]], [[τύχη]], σε Τραγ.· επίρρ. <i>-ίως</i>, ελεεινά, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> με [[ηθική]] [[σημασία]], [[άξιος]] οίκτου, [[δυστυχής]], σε Δημ.<br /><b class="num">3.</b> [[χωρίς]] καμία [[ηθική]] [[σημασία]], [[άθλιος]], [[ελεεινός]], [[φαύλος]]· <i>θηρσὶν ἀθλίαβορά</i>, σε Ευρ.· επίρρ. [[ἀθλίως]] καὶ [[κακῶς]], [[κακά]] και άθλια, με θλιβερή [[έκβαση]], σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄθλιος:''' эп.-ион. [[ἀέθλιος]] 3, редко<br /><b class="num">1)</b> выставляемый на состязание: [[μῆλον]] [[ἀέθλιον]] Anth. яблоко раздора;<br /><b class="num">2)</b> бедственный, несчастный, жалкий ([[ἐλεεινός]] τε καὶ ἄ. Plat.): τίς [[τοῦδε]] [[τἀνδρός]] ἐστιν ἀθλιώτερος; Soph. кто несчастнее меня?; ἔχειν ἄθλιον βίον Eur. влачить жалкую жизнь;<br /><b class="num">3)</b> жалкий, плохой ([[βορά]] Eur.; [[σύγγραμμα]] Plut.);<br /><b class="num">4)</b> жестокий, мучительный ([[ὄνειδος]] Soph.).
}}
}}