Anonymous

καταδουλόω: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταδουλόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[οδηγώ]] σε [[δουλεία]], [[υποδουλώνω]], [[σκλαβώνω]], σε Ηρόδ., Θουκ. — Παθ., <i>καταδεδούλωντο</i>, <i>κατεδουλώθησαν</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> Μέσ., κάνω κάποιον δούλο μου, [[υποδουλώνω]], [[εξανδραποδίζω]], στον ίδ., σε Ξεν.· ομοίως και στον Παθ. παρακ., σε Ευρ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[υποδουλώνω]], [[κυριεύω]], [[κατακτώ]] το [[πνεύμα]] — Παθ., σε Ξεν., Πλάτ.
|lsmtext='''καταδουλόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[οδηγώ]] σε [[δουλεία]], [[υποδουλώνω]], [[σκλαβώνω]], σε Ηρόδ., Θουκ. — Παθ., <i>καταδεδούλωντο</i>, <i>κατεδουλώθησαν</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> Μέσ., κάνω κάποιον δούλο μου, [[υποδουλώνω]], [[εξανδραποδίζω]], στον ίδ., σε Ξεν.· ομοίως και στον Παθ. παρακ., σε Ευρ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[υποδουλώνω]], [[κυριεύω]], [[κατακτώ]] το [[πνεύμα]] — Παθ., σε Ξεν., Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''καταδουλόω:''' порабощать (τὴν Ἑλλάδα Her.; τινα Xen., Arst., Plut., NT); подчинять, покорять (Ἀθηναίοις Κερκύραν Thuc.): καταδεδουλωμένος [[ὑπό]] τινος Plat. и τινί Plut. подавленный чьим-л. обаянием; καταδουλοῦσθαι τὰς φυχάς Isocr. подчинять себе души.
}}
}}