Anonymous

πλαγιοφύλαξ: Difference between revisions

From LSJ
3b
(6_3)
(3b)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πλᾰγιοφύλαξ''': [ῠ], -ᾰκος, ὁ, ὁ φυλάττων τὰ πλάγια στρατοῦ κατὰ τὴν πορείαν, [[τρεῖς]] ἴλας ἱππέων καὶ πλαγιοφύλακας τὰς ἴσας Διόδ. 17. 82.
|lstext='''πλᾰγιοφύλαξ''': [ῠ], -ᾰκος, ὁ, ὁ φυλάττων τὰ πλάγια στρατοῦ κατὰ τὴν πορείαν, [[τρεῖς]] ἴλας ἱππέων καὶ πλαγιοφύλακας τὰς ἴσας Διόδ. 17. 82.
}}
{{elru
|elrutext='''πλᾰγιοφύλαξ:''' ᾰκος (ῠ) adj. охраняющий (прикрывающий) фланги (ἶλαι Diod.).
}}
}}