Anonymous

ἐξαυλίζομαι: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐξαυλίζομαι:''' μέλ. <i>-ίσομαι</i>, αποθ., [[εγκαταλείπω]] το [[σημείο]] στρατοπέδευσης, [[εξέρχομαι]] από το [[στρατόπεδο]] προς την πόλη, σε Ξεν.
|lsmtext='''ἐξαυλίζομαι:''' μέλ. <i>-ίσομαι</i>, αποθ., [[εγκαταλείπω]] το [[σημείο]] στρατοπέδευσης, [[εξέρχομαι]] από το [[στρατόπεδο]] προς την πόλη, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξαυλίζομαι:''' выселяться, воен. выступать (с места стоянки), переносить свою стоянку (εἰς κώμας τινάς Xen.).
}}
}}