Anonymous

ἀγκύλη: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀγκύλη:''' [ῠ], ἡ ([[ἄγκος]]),<br /><b class="num">1.</b> [[θηλιά]] ή [[βρόχος]] σχοινιού, σε Ευρ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[λουρί]], [[ιμάντας]] ακοντίου, μέσω του οποίου γινόταν η εκσφενδόνισή του δηλ. η [[ρίψη]] του· κατ' [[επέκταση]], το ίδιο το [[ακόντιο]], σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> [[χορδή]] τόξου, σε Σοφ.
|lsmtext='''ἀγκύλη:''' [ῠ], ἡ ([[ἄγκος]]),<br /><b class="num">1.</b> [[θηλιά]] ή [[βρόχος]] σχοινιού, σε Ευρ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[λουρί]], [[ιμάντας]] ακοντίου, μέσω του οποίου γινόταν η εκσφενδόνισή του δηλ. η [[ρίψη]] του· κατ' [[επέκταση]], το ίδιο το [[ακόντιο]], σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> [[χορδή]] τόξου, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀγκύλη:''' (ῠ) ἡ<b class="num">1)</b> петля (πλεκταὶ ἀγκύλαι Eur.): ἱμάντες ἀγκύλαι Xen. ременные петли;<br /><b class="num">2)</b> тетива (ἀγκύλαι χρυσόστροφοι Soph.);<br /><b class="num">3)</b> дротик с метательной петлей (ἀγκύλας ἐν [[χεροῖν]] ἔχειν Eur.).
}}
}}