Anonymous

καταδαπανάω: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταδᾰπᾰνάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[σπαταλώ]], [[διασπαθίζω]], [[ασωτεύω]], σε Ξεν. — Παθ., (<i>τὰ χρήματα</i>) καταδεδαπάνητό [[σφι]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> καταστρέφομαι, φθείρομαι ολοκληρωτικά, λέγεται για στρατό, σε Ξεν.
|lsmtext='''καταδᾰπᾰνάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[σπαταλώ]], [[διασπαθίζω]], [[ασωτεύω]], σε Ξεν. — Παθ., (<i>τὰ χρήματα</i>) καταδεδαπάνητό [[σφι]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> καταστρέφομαι, φθείρομαι ολοκληρωτικά, λέγεται για στρατό, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''καταδᾰπᾰνάω:''' <b class="num">1)</b> полностью тратить, до конца расходовать (τὰ χρήματα καταδεδαπάνητό [[σφι]] Her.);<br /><b class="num">2)</b> расточать (τὴν οὐσίαν Arst.);<br /><b class="num">3)</b> уничтожать (τὰ περιέχοντα τὴν γῆν Arst.);<br /><b class="num">4)</b> производить замену, заменять (τὸ στρωμάτων [[βάρος]] εἰς τὰ [[ἐπιτήδεια]] κ. Xen.).
}}
}}