Anonymous

εὐκαιρία: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐκαιρία:''' Ιων. -ίη, ἡ, [[καλή]] [[περίοδος]], κατάλληλη [[ευκαιρία]], [[δυνατότητα]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''εὐκαιρία:''' Ιων. -ίη, ἡ, [[καλή]] [[περίοδος]], κατάλληλη [[ευκαιρία]], [[δυνατότητα]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐκαιρία:''' ἡ<b class="num">1)</b> удобный случай, надлежащий момент, подходящее время (τῶν λόγων τὴν εὐκαιρίαν καὶ ἀκαισίαν διαγιγνώσκειν Plat.);<br /><b class="num">2)</b> благоприятное положение (τῶν [[πόλεων]] Polyb.);<br /><b class="num">3)</b> благосостояние, богатство, довольство (κεκολακευκέναι εὐκαιρίαν τινός Polyb.): κατὰ τὰς τῶν βίων εὐκαιρίας Polyb. в зависимости от имущественного положения;<br /><b class="num">4)</b> влияние, сила (μεγάλην εὐκαιρίαν ἔχειν [[παρά]] τινι Polyb.);<br /><b class="num">5)</b> обилие (ὑδάτων Diod.).
}}
}}