Anonymous

κοσμοκόμης: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κοσμοκόμης:''' -ου, ὁ ([[κόμη]]), αυτός που στολίζει τα μαλλιά, σε Ανθ.
|lsmtext='''κοσμοκόμης:''' -ου, ὁ ([[κόμη]]), αυτός που στολίζει τα μαλλιά, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''κοσμοκόμης:''' ου adj. m причесывающий волосы, (вообще) расчесывающий ([[κτείς]] Anth.).
}}
}}