3,277,111
edits
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κοσμοκόμης:''' -ου, ὁ ([[κόμη]]), αυτός που στολίζει τα μαλλιά, σε Ανθ. | |lsmtext='''κοσμοκόμης:''' -ου, ὁ ([[κόμη]]), αυτός που στολίζει τα μαλλιά, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κοσμοκόμης:''' ου adj. m причесывающий волосы, (вообще) расчесывающий ([[κτείς]] Anth.). | |||
}} | }} |