Anonymous

κατανίσταμαι: Difference between revisions

From LSJ
2b
(19)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατανίσταμαι]] (Α)<br />εξεγείρομαι [[εναντίον]] κάποιου, [[εναντιώνομαι]] («κατανέστη τῶν πολεμίων», <b>Πολ.</b>).
|mltxt=[[κατανίσταμαι]] (Α)<br />εξεγείρομαι [[εναντίον]] κάποιου, [[εναντιώνομαι]] («κατανέστη τῶν πολεμίων», <b>Πολ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''κατανίσταμαι:''' (aor. κατανέστην, pf. κατανέστηκα) поднимать восстание, восставать (τῶν πολεμίων, τῶν ἀρχόντων Polyb.).
}}
}}