Anonymous

ἐμπεριληπτικός: Difference between revisions

From LSJ
2
(11)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐμπεριληπτικός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που συμπεριλαμβάνει [[κάτι]].
|mltxt=[[ἐμπεριληπτικός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που συμπεριλαμβάνει [[κάτι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμπεριληπτικός:''' охватывающий, содержащий в себе (τινος Sext.).
}}
}}