Anonymous

ἐαρινός: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐαρῐνός:''' -ή, -όν, Επικ. [[εἰαρινός]]· σε άλλους ποιητές, [[ἠρινός]]· Λατ. [[vernus]], [[ανοιξιάτικος]], εἰαρινὴ [[ὥρη]], η [[εποχή]] της άνοιξης, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· ουδ. <i>ἠρινόν</i>, <i>-νά</i>, ως επίρρ., την περίοδο της άνοιξης, σε Ευρ.· <i>ἠρινὰ κελαδεῖν</i>, λέγεται για το [[χελιδόνι]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἐαρῐνός:''' -ή, -όν, Επικ. [[εἰαρινός]]· σε άλλους ποιητές, [[ἠρινός]]· Λατ. [[vernus]], [[ανοιξιάτικος]], εἰαρινὴ [[ὥρη]], η [[εποχή]] της άνοιξης, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· ουδ. <i>ἠρινόν</i>, <i>-νά</i>, ως επίρρ., την περίοδο της άνοιξης, σε Ευρ.· <i>ἠρινὰ κελαδεῖν</i>, λέγεται για το [[χελιδόνι]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐᾰρῐνός:''' стяж. [[ἠρινός]], эп. [[εἰαρινός]] 3 весенний, вешний (ἄνθεα Hom.; [[πλόος]] Hes.; [[θάλπος]] Xen.; ἄνεμοι, [[ἰσημερία]] Arst.; [[ὥρα]] Polyb., Plut.).
}}
}}