Anonymous

ὑποτειχίζω: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑποτειχίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>, [[κτίζω]] [[τείχος]] από [[κάτω]] για αποκλεισμό ή κατά [[πλάτος]], διαγωνίως, [[κτίζω]] ένα εγκάρσιο [[τείχος]], σε Θουκ.
|lsmtext='''ὑποτειχίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>, [[κτίζω]] [[τείχος]] από [[κάτω]] για αποκλεισμό ή κατά [[πλάτος]], διαγωνίως, [[κτίζω]] ένα εγκάρσιο [[τείχος]], σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑποτειχίζω:''' подстраивать, строить контрукрепление: ὑ., ᾗ οἱ πολέμιοι ἔμελλον ἄξειν τὸ [[τεῖχος]] Thuc. строить свои укрепления там, где неприятели собрались возвести свои.
}}
}}