3,274,216
edits
(4) |
(2) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἔθος:''' -εος, τό ([[ἔθω]]), [[έθιμο]], [[συνήθεια]], σε Αισχύλ. κ.λπ.· ἐν [[ἔθει]] [[εἶναι]], έχει τη [[συνήθεια]], σε Θουκ.· [[ἔθει]], καθ' έξιν, [[συνήθως]] σε Αριστ. | |lsmtext='''ἔθος:''' -εος, τό ([[ἔθω]]), [[έθιμο]], [[συνήθεια]], σε Αισχύλ. κ.λπ.· ἐν [[ἔθει]] [[εἶναι]], έχει τη [[συνήθεια]], σε Θουκ.· [[ἔθει]], καθ' έξιν, [[συνήθως]] σε Αριστ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἔθος:''' εος τό привычка, обыкновение, обычай: ἐξ ἔθους Plat., Plut., δι᾽ ἔ. или [[ἔθει]] Arst. и κατὰ τὸ ἔ. Plut. согласно обычаю, по обыкновению; νόμοι κατὰ τὰ ἔθη Arst. обычное право; ἔ. (sc. ἐστίν) Batr., Arst., Luc. или ἐν [[ἔθει]] ἐστίν τινι Thuc. у кого-л. в обычае, кто-л. привык. | |||
}} | }} |