Anonymous

ἔθος: Difference between revisions

From LSJ
489 bytes added ,  31 December 2018
2
(4)
(2)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔθος:''' -εος, τό ([[ἔθω]]), [[έθιμο]], [[συνήθεια]], σε Αισχύλ. κ.λπ.· ἐν [[ἔθει]] [[εἶναι]], έχει τη [[συνήθεια]], σε Θουκ.· [[ἔθει]], καθ' έξιν, [[συνήθως]] σε Αριστ.
|lsmtext='''ἔθος:''' -εος, τό ([[ἔθω]]), [[έθιμο]], [[συνήθεια]], σε Αισχύλ. κ.λπ.· ἐν [[ἔθει]] [[εἶναι]], έχει τη [[συνήθεια]], σε Θουκ.· [[ἔθει]], καθ' έξιν, [[συνήθως]] σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἔθος:''' εος τό привычка, обыкновение, обычай: ἐξ ἔθους Plat., Plut., δι᾽ ἔ. или [[ἔθει]] Arst. и κατὰ τὸ ἔ. Plut. согласно обычаю, по обыкновению; νόμοι κατὰ τὰ ἔθη Arst. обычное право; ἔ. (sc. ἐστίν) Batr., Arst., Luc. или ἐν [[ἔθει]] ἐστίν τινι Thuc. у кого-л. в обычае, кто-л. привык.
}}
}}